εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
ἐξισώσῃ — ἐξισώσηι , ἐξίσωσις equalization fem dat sg (epic) ἐξισάζω make equal fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐξισόω make equal aor subj mid 2nd sg ἐξισόω make equal aor subj act 3rd sg ἐξισόω make equal fut ind mid 2nd sg ἐξισόω make equal… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμική διαφορική εξίσωση — Διαφορική εξίσωση στην οποία η άγνωστη συνάρτηση και οι παράγωγοί της εμφανίζονται μόνο στον πρώτο βαθμό. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η διαφορική εξίσωση ονομάζεται μη γραμμική. Η γενική μορφή της γ.δ.ε. είναι: y(n) + e1(x)y(n 1) + e2(x)y(n 2),..., + … Dictionary of Greek
παραμετρική εξίσωση — (Μαθημ.). Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά, συγκεκριμένα στην αναλυτική γεωμετρία, προκειμένου να χαρακτηριστεί μια καμπύλη ή επιφάνεια, που παριστάνεται με εξισώσεις, όπου, εκτός από τις συντεταγμένες του σημείο, που διαγράφει την καμπύλη ή … Dictionary of Greek
διτετράγωνη εξίσωση — Δ.ε. ονομάζεται κάθε εξίσωση του τύπου (1): αx4 + βx2 + γ = 0, όπου α, β, γ συμβολίζουν πραγματικούς (γενικότερα: μιγαδικούς) αριθμούς με α ≠ 0. (2): χ² = ψ, αψ² + βψ + γ = 0 Αν ν είναι μία ρίζα της β’ εξίσωσης του συστήματος (2), τότε από την α’ … Dictionary of Greek
Μπερνούλι, εξίσωση — Σημαντική σχέση της μηχανικής ρευστών που συνδέει την πίεση, την ταχύτητα ροής και το ύψος δυο περιοχών κατά μήκος ενός «καναλιού» ροής κάποιου ιδανικού ρευστού (ιδανικό καλείται εκείνο το ρευστό που δεν παρουσιάζει εσωτερική τριβή και είναι… … Dictionary of Greek
αλγεβρική εξίσωση — Βλ. λ. εξίσωση … Dictionary of Greek
καταστατική εξίσωση — Όρος της φυσικής που απαντάται σε δύο θεμελιώδεις έννοιες, την κ.ε. ιδανικών αερίων και την κ.ε. πραγματικών αερίων. Βλ. λ. αέριο … Dictionary of Greek
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek